- ρινονέκρωση
- η, Νιατρ. νέκρωση τού ρινικού διαφράγματος ή τών ρινικών κογχών, που προέρχεται από διάφορες νόσους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + νέκρωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek